Του Κώστα Καραΐσκου, Διευθυντή του «Αντιφωνητή»
Όπως όλα τα σημαντικά πράγματα στη χώρα, περνάει κι αυτό χωρίς να ασχοληθεί κανείς.
Μέσα στους σκυλοκαυγάδες των πολιτικών, την τρομολαγνεία της οικονομικής κρίσης και την τιποτολογία του λάιφσταϊλ, ο εν εξελίξει θρίαμβος της Τουρκίας στη Ροδόπη αγνοείται και κανείς δεν σκοτίζεται. Η ελληνική πολιτική κατακρημνίζεται κι εμείς αδιαφορούμε, λες και πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα κάποιας μακρινής, άγνωστης χώρας!
Κι όμως, πρόκειται για το μείζον ζήτημα των θρησκευτικών λειτουργών (ιμάμηδων), στο οποίο επιχειρήθηκε να μπει μία τάξη, με τη ρύθμιση εκκρεμοτήτων δεκαετιών. Καθώς πρόκειται για τον «κλήρο» της μουσουλμανικής θρησκείας, δηλαδή για το «προσωπικό» της κάθε μουφτείας, ήταν προφανές ότι η επί τρεις δεκαετίες κόντρα Αθήνας – Άγκυρας για το θέμα των μουφτήδων θα εκρίνετο εκεί.
Θυμίζουμε ότι αφενός η μειονότητα στη Θράκη είναι χαρακτηρισμένη επισήμως – στη Συνθήκη της Λωζάνης – και αναγνωρισμένη από τη χώρα μας ως θρησκευτική και αφετέρου το ισλάμ είναι μία πέρα για πέρα κοσμική θρησκεία, που εννοεί να παρεμβαίνει σε κάθε πτυχή της ζωής των πιστών, άρα έχει και άκρως πολιτική διάσταση. Έτσι, το ποιος ελέγχει ή δεν ελέγχει την θρησκευτική ηγεσία και ιεραρχία, για όσα πράττει εντός κι εκτός Ελλάδος (τα μηνύματα και τα κηρύγματα που διαβάζονται στα τεμένη, τις προσκλήσεις θρησκευτικών λειτουργών από την Τουρκία κι αλλού, τις επίσημες επαφές με τον ισλαμικό κόσμο και τους επισκέπτες της Θράκης…), είναι αυτονοήτως εξαιρετικά σημαντικό. Κανείς δεν δικαιούται να το σνομπάρει, αφού αποτελεί καίρια παράμετρο της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή - εκτός κι αν έχει ήδη προαποφασίσει την παραίτησή του από αυτήν…
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
Τι γινόταν λοιπόν τόσα χρόνια; Η Ελλάδα στήριζε τους τρεις διορισμένους μουφτήδες σε Ξάνθη, Κομοτηνή και Διδυμότειχο και η Τουρκία τους αμφισβητούσε με τους «εκλεγμένους» Ιμπράμ Σερήφ στην Κομοτηνή και Αχμέτ Μέτε (διαδέχθηκε τον θανόντα Μεχμέτ Εμίν Αγκά) στην Ξάνθη. Με αυτούς δηλαδή που ονομάζαμε επί χρόνια «ψευτομουφτήδες» αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επέτρεψε να φέρουν κι αυτοί τον τίτλο του μουφτή, εφόσον μια μερίδα πιστών τους ακολουθεί.
Εμείς επισήμως εξακολουθούσαμε να δεχόμαστε μόνο τους νόμιμους μουφτήδες και ησυχάζαμε. Τι ρόλο όμως έχει ένας στρατηγός όταν δεν έχει αξιωματικούς, ένας διευθυντής χωρίς υπαλλήλους; Τον ίδιο έχει και ο μουφτής χωρίς τους ιμάμηδες. Χωρίς τους ανθρώπους που θα περάσουν τον λόγο του στα τεμένη, που θα τον φέρουν σε επαφή με τον λαό είναι μία μαριονέτα, ένα ανδρείκελο της βιτρίνας. Δυστυχώς αυτή ήταν περίπου η κατάσταση στην Ξάνθη, μετά τις τραγικές επιλογές της ελληνικής διοίκησης στη δεκαετία του ‘80 και την αδράνεια και την ευθυνοφοβία που ακολούθησε. Αντιθέτως στη Ροδόπη μία ικανοποιητική ισορροπία είχε εγκατασταθεί χάρη στο πρόσωπο του νόμιμου μουφτή, Μέτσο Τζεμαλή, ο οποίος με την μετριοπάθεια και το κύρος του κατάφερνε να ελέγχει την πλειοψηφία των 120 ιμάμηδων του νομού - κι αυτό παρά την καταθλιπτική τουρκοκρατία στο εσωτερικό της τοπικής μειονοτικής κοινωνίας.
Πώς όμως αμείβονταν αυτοί οι άνθρωποι;
Επί χρόνια η κατάσταση ήταν γνωστή: Όσοι ήταν πιστοί στην Άγκυρα πληρωνόντουσαν από τον θηριώδη προϋπολογισμό του τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής κι όσοι μένανε πιστοί στην Ελλάδα έπαιρναν μία απίθανα χαμηλή αποζημίωση μέσα από τις αδιαφανείς διαδικασίες των μυστικών κονδυλίων του ΥΠΕΞ, όπου στην πραγματικότητα κανείς δεν είχε πραγματικό έλεγχο και πολλά τρωκτικά ανατράφηκαν*. Έτσι, ξεκίνησε προ λίγων ετών μία προσπάθεια με στόχο τον εξορθολογισμό και την διαφάνεια του συστήματος και την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων που αποδέχονται την νομιμότητα και αρνούμενοι το πρακτόρικο μισθολόγιο τιμούν την ελληνική τους υπηκοότητα. Ήδη από την εποχή της αλήστου μνήμης Γιαννάκου συντάχθηκε ένα νομοσχέδιο για την υπογραφή 240 (για το σύνολο της Θράκης) εννιάμηνων συμβάσεων που θα έδιναν έναν αξιοπρεπή μισθό, μία ασφάλεια και μία προοπτική σύνταξης σε όσους θρησκευτικούς λειτουργούς θα το ζητούσαν. Το νομοσχέδιο προχώρησε επί υπουργίας Στυλιανίδη, συνάντησε τις λυσσαλέες τουρκικές αντιδράσεις, καθυστέρησε από τους γνωστούς ρυθμούς της γραφειοκρατίας, ψηφίστηκε τελικά το περασμένο καλοκαίρι, συντάχθηκαν οι συμβάσεις για το διάστημα 1/9/2008 – 31/5/2009 και ξεκίνησε η διαδικασία συνεντεύξεων για τις προσλήψεις με μία παράλληλη προσπάθεια εκταμίευσης (επιτέλους!) των χρημάτων από το Υπουργείο Οικονομικών. Παρά τον ανηλεή πόλεμο, τους εκβιασμούς και τις απειλές της μειονοτικής ηγεσίας, οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν για τις 100 θέσεις ιμάμηδων στον νομό Ροδόπης υπερέβησαν κάθε προσδοκία.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Η Τουρκία δεν έμεινε αδρανής, ούτε φυσικά περιορίστηκε σε απλές διαμαρτυρίες των εγκάθετών της στην περιοχή. Οι νέοι μισθοί των ανθρώπων της αυξήθηκαν στα 700-800 ευρώ για τους έχοντες στοιχειώδη θρησκευτική κατάρτιση και στα 1300 ευρώ για τους πτυχιούχους. Παράλληλα, σε κάθε οικισμό και γειτονιά της Ροδόπης οι πράκτορές της άρχισαν να διαβάλουν τους ιμάμηδες που μέχρι χθες υπηρετούσαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα (ότι «γίνονται υπάλληλοι του χριστιανικού κράτους», ότι «προδίδουν τον κόσμο» κτλ) και να μαζεύουν υπογραφές (σε …κενές σελίδες) για το ποιοι προτιμούν ιμάμη πιστό στον Τζεμαλή ή στον Σερήφ. Ξεσηκώνουν τον κόσμο που αγνοεί το θέμα, απειλούν τους νομοταγείς ιμάμηδες - που ούτως ή άλλως είναι έναν χρόνο σχεδόν απλήρωτοι! - και τους πιέζουν να προσχωρήσουν στον τουρκομουφτή, ποντάροντας και στην ανασφάλεια που τους έχει δημιουργήσει η διάχυτη φήμη για αλλαγή του τρόπου ανάδειξης των μουφτήδων.
Ας σημειωθεί εδώ η άθλια αυτή ιστορία που ξεκίνησε από κύκλους του Κωλονακίου (ΚΕΜΟ και το κακό συναπάντημα…) οι οποίοι εμφανίζονται τελευταίως ξιπασμένοι με τη «σαρία» που ισχύει στη Θράκη και ζητούν να καταργηθούν οι δικαστικές αρμοδιότητες του μουφτή. Πρόκειται για την παραδοσιακή δυνατότητα που έχει ο θρησκευτικός ηγέτης του ισλάμ να ρυθμίζει ζητήματα γάμων, διαζυγίων και κληρονομιών, κάτι που ισχύει στη Θράκη (μόνον εφόσον το επιθυμούν οι ενδιαφερόμενοι) και που αποτελεί ένα πανίσχυρο ελληνικό επιχείρημα υπέρ της νόμιμης διαδικασίας: Δεν είναι δυνατόν ο δικαστής, ως δημόσιος λειτουργός, να εκλέγεται.
Όμως οι εκσυγχρονιστές καθηγητάδες των Αθηνών δεν μπορούν να ανεχθούν τέτοιον «αναχρονισμό», έστω κι αν ποτέ κανένας μειονοτικός δεν ζήτησε την άρση του, έστω κι αν ποτέ κανείς δεν τους ρώτησε! Βάλθηκαν λοιπόν να τον καταργήσουν, ώστε να ανοίξει τελικά και ο δρόμος για την παραχώρηση του θεσμού (δια του «ώριμου», πλέον, υπουργείου Εξωτερικών**) στην Άγκυρα. Ποιος άλλωστε θα τους ζητήσει τον λόγο όταν θα έχει καταστραφεί το παν; Αυτοί θα έχουν κάνει το «επιστημονικό» τους καθήκον, που φυσικά και δεν έχει να κάνει με οποιοδήποτε εθνοκρατικό συμφέρον…