Εξι χιλιάδες (6.000) οι κληρικοί που θυσιάστηκαν γιά τη δόξα της Ελλάδος
Κρυφό σχολειό, μοναστήρια, περιοδεύοντες ιεροκήρυκες, νεομάρτυρες, και τέλος ηγετικές μορφές Ιεραρχών αποτελούν την προεπαναστατική προσφορά του ράσου στην ετοιμασία της εθνεγερσίας.
Κι όταν ήρθε πλέον ή ώρα, ποιες ήταν οι υπηρεσίες του κλήρου κατά την επανάσταση;
Τι προσέφερε ό κλήρος στον αγώνα του 1821;
Και αν εμείς σιωπήσουμε, και οί λίθοι κεκράξονται.
Συνήθως θεωρούμε, ότι έγινε μία επανάσταση. Άλλ' αν ανοίξουμε την ιστορία θα δούμε, ότι πριν το 1821 έγιναν —μετρήστε— ένδεκα επαναστάσεις. Όλες πνίγηκαν στο αίμα. Οι Χριστιανοί ήταν πολύ διστακτικοί, δεν τολμούσαν πλέον να κάνουν κάτι. Ποιος κατόρθωσε να τους αναπτέρωση, να άρη τις αμφιβολίες; Ποιος τους κέντησε σαν βούκεντρο;
Κανένας με τη γραβάτα, μορφωμένος, φιλόσοφος; Ποιος άναψε τη θρυαλλίδα της επαναστάσεως;
Η Ιστορία απαντάει ότι ήταν ένας κληρικός!
Ό κληρικός αυτός είχε τα ελαττώματα του, τα γνωρίζω, παρ' όλα αυτά ήταν, όπως είπε κάποιος, ένας καυτερός ήλιος, πού έκανε τις αγουρίδες να ωριμάσουν.
Ήταν ό αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας.
Πρώτος αυτός κήρυξε την επανάσταση.
Μετά άπ' αυτόν ακολουθεί ατελείωτη σειρά κληρικών. Άλλοι από αυτούς αγωνίστηκαν ως μαχητές και έπεσαν ενδόξως στα πεδία των μαχών, όπως ή αγνή εκείνη μορφή, σαν το χιόνι καθαρός, ό Αθανάσιος Διάκος, πού ή μούσα στα δημοτικά τραγούδια τον απαθανάτισε με το πασίγνωστο «Για ιδές καιρό πού διάλεξε ό χάρος να με πάρη...».
Άλλοι υπήρξαν πνευματικοί ηγέτες και επίσκοποι. Στην πρώτη σειρά των ηρώων είναι ό Παλαιών Πατρών Γερμανός. Δεύτερος ό Αρτης Πορφύριος. Τρίτος ό Σαλώνων Ησαϊας. Τέταρτος ό Βρεσθένης Θεοδώρητος. Πέμπτος ό Καρύστου Νεόφυτος. Εκτός, το αηδόνι του αγώνος, ό Έλους Άνθιμος.
Έκτος αυτών υπάρχει ή σειρά των μαρτύρων ιεραρχών διότι εναντίον αυτών ξέσπασε ή λύσσα των κατακτητών. Στη Θεσσαλονίκη, ένα μήνα μετά την κήρυξη της επαναστάσεως, οί γενίτσαροι αρπάζουν νύχτα τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και τέσσερις άλλους μητροπολίτες, τους οδηγούν έξω στο Επταπύργιο, και στήνουν αγχόνες.
Στο δρόμο οί ίδιοι έψαλλαν τα της κηδείας τους και το «Μακαρία ή οδός, ή πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως» (νεκρ. άκολ.).
Πλησίασαν, πήραν τις θηλιές, τις ευλόγησαν και είπαν:
-Χριστέ, σ' ευχαριστούμε, έφτασε ή ώρα μας.
Ασπάστηκαν ό ένας τον άλλο λέγοντας.
-Αδέρφια, καλή αντάμωση στους ουρανούς.
Μετά από λίγο δεν υπήρχαν στον κόσμο τούτο.
Στη Χίο, άλλο αστέρι αυτό, ό μητροπολίτης Πλάτων, τον οποίο κρέμασαν οί Τούρκοι έξω άπ' τη Χίο. Άλλ' εκεί ή σφαγή ήταν γενική και φοβερά. Κοκκίνισε ή θάλασσα από το αίμα! Από τους 90.000 μόνο 5.000 έμειναν ζωντανοί. Στην αμμουδιά της Χίου έβαλαν χάμω το σταυρό και είπαν:
--Όποιος τον πατήσει θα ζήση, όποιος δεν τον πατήσει θα πεθάνει.
Κανένας δεν τον πάτησε! Ζήτω ό σταυρός, ό Χριστός, ή Παναγία! φώναζαν και μαρτύρησαν όλοι. 85.000 μάρτυρες μαζί με το μητροπολίτη τους. Κανείς προδότης! Και τα ευρωπαϊκά καράβια, εγγλέζικα γαλλικά και ιταλικά, ήταν έξω άπ' τη Χίο και βλέπανε...
Ποτέ ή Ευρώπη δέν μας βοήθησε. Άλλα πρέπει κι εμείς να τιμωρηθούμε, γιατί έχουμε την ελπίδα μας σ' αυτούς και όχι στο Θεό.
Αλλα αστέρια έπειτα στην Κρήτη.
Εκεί πέντε επισκόπους είχε ή Κρήτη, και οι πέντε εσφάγησαν!
Στις σπηλιές, στα φαράγγια, στα ψηλά τα βουνά ακουγόταν πάντα το άσμα της λευτεριάς. Από τις 270.000 πού είχε ή Κρήτη στο τέλος του αγώνος μείνανε μόνο 100.000.
Άλλο αστέρι, κάτω στην Κύπρο.
Εκεί μαρτύρησαν ό αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός που απαγχονισθηκε και μετά από αυτόν εκατοντάδες κληρικοί της νήσου.
Άλλα εκεί πού το μαρτύριο αποκορυφώθηκε ήταν ή Κωνσταντινούπολις. Ή αγνότεραη μορφή του αγώνος, πού ή θυσία του συνεκλόνισε το Πανελλήνιο, ήτο ό πατριάρχης Γρηγόριος ό Ε'. Τρεις φορές τον εξόρισαν στο Αγιον Όρος. Άγιος άνθρωπος, ασκητής καλόγερος, πού αγαπούσε το Θεό.
Όταν ήρθε το τέλος ένα καΐκι ήταν έτοιμο να τον πάρη από την Πόλη.
--Όχι, θα μείνω εδώ, είπε.
Λειτούργησε των Βαΐων, και στο τραπέζι είπε προφητικά:
--«Σήμερα των Βαΐων θα φάμε ψάρια. Μετ' ολίγας ημέρας θα μας φάνε τα ψάρια του Βοσπόρου».
Λειτούργησε τελευταία φορά τη νύχτα της Αναστάσεως και έψαλε με δάκρυα το «Χριστός ανέστη».
Μετά τη λειτουργία τον περίμεναν. Τον άρπαξαν και τον κρέμασαν έξω από την πύλη των Πατριαρχείων. Μαζί του την ίδια μέρα κρέμασαν άλλους τρεις. Τον Εφέσου Διονύσιο, τον Νικομηδείας Αθανάσιο, και τον Αγχιάλου Ευγένιο.
Αλλά κι ένας άλλος πατριάρχης κρεμάστηκε, ό Κύριλλος Ε', πού έμενε στην Αδριανούπολη. Τον κρέμασαν οι Τούρκοι έξω άπ' τη μητρόπολη της Αδριανουπόλεως.
Ό δε πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος δεν έμεινε να τον πιάσουν. Μόλις κηρύχτηκε ή επανάσταση άφησε την Αλεξάνδρεια και βγήκε στη θάλασσα και ευλογούσε το στόλο πηγαίνοντας από καράβι σε καράβι. Γιατί τότε κάθε ελληνικό καράβι είχε μέσα παπά. Κάθε βράδυ έκαναν παράκληση στην Παναγία. Τετάρτη και Παρασκευή νήστευαν όλοι. Ό Κανάρης κι ό Μιαούλης δεν επέτρεπαν μέσ' στα καράβια βλαστήμια. «Τα καράβια είναι καράβια της Παναγιάς», έλεγαν.
Το συγκινητικότερο άπ' όλα ήταν, ότι ή ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου με τον Κανάρη πήγε στο Αγιον Όρος και πήρε ένα σταυρό. Όλη νύχτα ταξίδευε με το φεγγάρι και πίσω της 15 πυρπολικά με τους ναύτες. Στα νησιά, όπου προσήγγιζε, έβγαιναν με τα λιβανιστήρια. Στην Ύδρα περίμεναν. Κι όταν έφθασε ό σταυρός, κατέβηκαν κάτω όλοι. Έβγαλαν οι νοικοκυρές τα προικιά τους και έστρωσαν το δρόμο πού θα περνούσε με τάπητες και με τα ενδύματα τους. Και μόλις βγήκε από τη ναυαρχίδα ό τίμιος σταυρός, καθώς περνούσε, γονάτιζαν όλοι λέγοντας:
«Σταυρέ, βοήθει μας».
Κι έδωσαν την υπόσχεση: «Ελευθερία ή θάνατος».
Αυτή ήταν ή φυλή μας.
Άλλ', αδέρφια μου, «επιλείψει με ό χρόνος» για να διηγηθώ τους άθλους όλων εκείνων των κληρικών τους οποίους, ανάξιοι σημερινοί δημοσιογράφοι, υποτιμούν και σπιλώνουν.
Παρά λίγο όμως να λησμονήσω το Μεσολόγγι, πού θα 'ναι πάντα φωτεινό μετέωρο του αγώνος. Μέσα στο «φράχτη» αυτόν έμειναν 10.000 γυναικόπαιδα. Ποιος ήταν και εκεί ή ψυχή του αγώνος; Πάλι ρασοφόρος, ό επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Όταν οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να σφάξουν τα γυναικόπαιδα, εκείνος τους απέτρεψε. Στάθηκε εκεί, τους λειτούργησε, και κοινώνησαν για τελευταία φορά οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι».
Αν περάσετε καμιά φορά άπ' το Μεσολόγγι, να πάτε στο δημαρχείο της πόλεως να δείτε τον πίνακα ενός ξένου ζωγράφου πού παριστάνει την τελευταία κοινωνία την Μεσολογγιτών. Δείχνει τον Ιωσήφ 'Ρωγών να κρατάει το δισκοπότηρο κ' έρχονται να μεταλάβουν οι μελλοθάνατοι, αυτοί πού μετά από λίγο δεν θα υπάρχουν στη ζωή. Ποτέ άνθρωποι δεν κοινώνησαν τόσο αξίως όσο αυτοί. Ό καθένας τους έλεγε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
Ασπάζονταν εχθροί και φίλοι. Ακουγόταν ένας κλαυθμός μέσα στο μυστήριο. Το δισκοπότηρο με το αίμα του Κυρίου γέμισε από δάκρυα. Κοινώνησαν όλοι το Χριστό. Και δεν ήταν πλέον άνθρωποι, άλλα «λέοντες πυρ πνέοντες». Και έμεινε ό 'Ρωγών εκεί.
Του λένε οι οπλαρχηγοί: —Θα σε πάρουμε μαζί, θα σε σηκώσουμε στους ώμους, θα σε βγάλουμε πέρα.
—Όχι, λέει, θα μείνω εδώ μαζί με τα παιδιά.
Κ' έμεινε. Κι ανατινάχθηκε στον αέρα. Και το ράσο του δεσπότη έγινε το σάβανο της πόλεως.
Πόσοι είναι αυτοί οι κληρικοί;
Ένας ξένος, Γάλλος φιλέλλην, πήγε από χωριό σε χωριό και τους μέτρησε. Πόσοι, νομίζετε, είναι;
Είναι, αγαπητοί μου, έξι χιλιάδες (6.000). Έξι χιλιάδες κληρικοί θυσίασαν τη ζωή τους για τη δόξα της Ελλάδος, για την ελευθερία της πατρίδος.
Αυτοί με το αίμα τους πότισαν το δέντρο της ελευθερίας, κάτω από το οποίο εμείς αναπνέουμε σήμερα.
Αιωνία τους ή μνήμη.
Αιωνία τους η μνήμη.
Αιωνία τους η μνήμη.
"Ιερά κλεψία".
Απο το Blog του δικού μας Οδυσσέα :
ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ