Ο τρίτος Ναός του Σολωμώντα
Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908), από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901
Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε
περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόϊσμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «Σήκω, δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού»! Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, αλλά η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος.
Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς: 1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934.
Ξαφνικά, ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων. Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για ποιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι' αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν Μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.
Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών»!
Έδειξε, έπειτα, σε κάποια σύννεφα, και είδα ένα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και κατά εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γίνονταν στάχτες. Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα»!, και είδα σε ένα σύννεφο επτά καιόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιόμενων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, αλλά αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες, της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι το τέλος του κόσμου»!
Ο γέροντας, στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»! Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαϊκών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά.
Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: «Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια των αμαρτωλών καταστροφέων». Έπειτα, ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω κάτω δίπλα τους. Ο γέροντας μου είπε: «Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους
δεν είναι ευλογημένο από το Θεό»! Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα.
Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, αλλά ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτός είναι ένας τόπος του βδελύγματος της ερημώσεως». Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην “Αγία Τράπεζα” ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την “Αγία Τράπεζα” με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη»! Σκέφτηκα: «Θεέ μου, πόσο τρομερό»! Οι άνθρωποι, σαν τρελοί, άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγία Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γη σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου, πόσο τρομερό, σώσε μας»! Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει, όπως κι εγώ. Τον ρώτησα: «Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί (γήινου φρονήματος) άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ' αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: «Ο Θεός ελεεί εμάς, μα καταριέται
αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: «Μη θρηνείς, μόνο προσεύχου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναζαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Μας είναι πολύ δύσκολο, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι Πατέρες και οι Μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του Θεού. Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε, και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και
το σημείου το σταυρού». Άρχισαν να κλαίνε.
Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα»!, μου είπε δείχνοντας με το δάχτυλό του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών σωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και
έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι' αυτούς τους δούλους του Θεού»!
Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επετίθεντο έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ' ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, αλλά ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού. Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα - ήταν ο Νικόλαος ο Β΄. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη. Πες σε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ότι εγώ, ο Τσάρος - μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Αγίους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουν μια Παννυχίδα για μένα τον αμαρτωλό, αλλά δεν θα υπάρξει τάφος για μένα»! Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο - μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο.
Ο γέροντας είπε: «Κοίτα»! Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους
διασκορπισμένους γύρω στη γη που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι' αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου.
Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες»! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια
από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες.
Στη συνέχεια, είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, αλλά ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, αλλά οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι' αυτούς»! Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γιʼ αυτούς»; Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς».