Το σάλπισμα του πρώτου Αγγέλου της Αποκαλύψεως
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κωτσόπουλος
«Και ο πρώτος (άγγελος) εσάλπισε, και εγένετο χάλαζα και πυρ μεμειγμένα εν αίματι, και εβλήθη εις την γήν’ και το τρίτον της γης κατεκάη, και το τρίτον των δενδρών κατεκάη, και πας χόρτος χλωρός κατεκάη»
(Αποκ. η 7).
Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να απολαμβάνει την φύση, τις ομορφιές της δημιουργίας, όταν σιχαίνεται την κορώνιδα της, που είναι ο άνθρωπος;
Πως είναι δυνατόν το άψυχο φυσικό περιβάλλον να είναι ομορφότερο από τον έμψυχο και λογικό άνθρωπο; Τα δάση μας καρβουνιάζουν παρασυρόμενα απ’ το καρβούνιασμα των ψυχών μας. «τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού’ οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν», λέγει ο θείος Παύλος (Ρωμ. η 20-23).
Η φύση ταπεινώθηκε εξαιτίας μας. Δεν θέλησε να είναι ομορφότερη από τον άνθρωπο και άρχισε να ασχημαίνει. Εμείς την ασχημύναμε που χάσαμε την ομορφιά του Θεού από μέσα μας. Πόσο ταπείνωση μας διδάσκει η πλάση. Καθημερινά την βιάζουμε και αυτή, με όσες δυνάμεις τις έχουν απομείνει, συνεχίζει να προσφέρει τους καρπούς της σε εμάς τους βιαστές της.
Αλλά υπάρχουν και αυτοί που την λατρεύουν, που την χαίρονται. Που θέλουν να είναι συνεχώς κοντά της. Και αντί να αναπαύονται με τους συνανθρώπους τους που είναι εικόνες Θεού, χαίρονται με τα ξύλα και τα χρυσά και τα αργυρά, όπως λέγει η Θεία Αποκάλυψη του Ιωάννη του Θεολόγου: «και οι λοιποί των ανθρώπων, οι ουκ απεκτάνθησαν εν ταις πληγαίς ταύταις, ου μετενόησαν εκ των έργων των χειρών αυτών, ίνα μη προσκυνήσωσι τα δαιμόνια και τα είδωλα τα χρυσά και τα αργυρά και τα χαλκά και τα λίθινα και τα ξύλινα, α ούτε βλέπειν δύναται ούτε ακούειν ούτε περιπατείν, και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών ούτε εκ των φαρμακειών αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών» (Αποκ. θ 20-21). Αυτοί λατρεύουν την κτίση και όχι τον κτίσαντα, τα δημιουργήματα και όχι τον Δημιουργό. Και πληγώνονται από αυτά. Υπάρχει μία μεγάλη αλήθεια που λέγει πως ο άνθρωπος πληγώνεται από την αγάπη του Θεού, και σαν να τον σπιρουνίζει ορμά με δύναμη και ζωντάνια προς τον λατρευτό του Χριστό. Τότε νιώθει και την μεγάλη ανάγκη να δώσει αγάπη και σε κάθε πλάσμα που βρίσκεται κάτω από την σκέπη του ουρανίου πατέρα. Όποιος όμως, λατρεύει μόνο την κτίση, πληγώνεται συνεχώς από αυτή, και όποιος λατρεύει μόνο τους ανθρώπους θα είναι συνεχώς μαραζομένος και γκρινιάρης καθώς δεν θα λαμβάνει ποτέ από αυτούς όσα επιθυμεί.
Ο Ιησούς με ένα βαθύ πόνο μίλησε για την Ιερουσαλήμ και τον ναό της: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτέννουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν! ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. Ιδού αφίετε υμίν ο οίκος υμών έρημος (Ματθ. κγ 37-38 ) [...] αμήν λέγω υμίν, ου μην αφεθεί ώδε λίθος επί λίθον ος ου καταλυθήσεται» (Ματθ. κδ 2). Και λίγα χρόνια αργότερα τα Ιεροσόλυμα, ισοπεδώθηκαν. Και ο ναός του Σολομώντα κατακαίγεται εκ θεμελίων από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο. Ο Θεός δεν λυπήθηκε τον ιερώτερο ναό του. Το ναό μέσα στον οποίο αγίασε η Παναγία μας.
Ο,τι μπαίνει εμπόδιο στην προς τον Θεό αγάπη μας, ο Θεός το παίρνει είτε με το καλό, είτε με το άγριο. Δεν θέλει να θαμπωνόμαστε, να κολλάμε, να προσκυνάμε όλα, όσα φθείρονται, περνούν και χάνονται. Ο,τι μας προσφέρει η φύση είναι εργαλείο το οποίο συμβάλει στην πρόοδο του ανθρώπου, δηλ. στην αύξηση και έμπρακτη λειτουργία της αγάπης. Όταν τα εργαλεία γίνουν αυτοσκοπός, χάνουν τη λειτουργική τους αξία, γίνονται άχρηστα και επικίνδυνα.
Στην ευαγγελική περικοπή (ιδ Ματθαίου) ο Κύριός μας καλεί να χαρούμε μαζί του στο μεγάλο δείπνο της βασιλείας του. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Όποιος δεν έχει ένδυμα γάμου, δηλαδή δεν είναι στολισμένος με τις αρετές κινδυνεύει να πεταχθεί έξω, εκεί όπου είναι ο «κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. κβ 13). Και ο Κύριος καλεί τους πάντες να ευφρανθούν μαζί του στους γάμους του παιδιού του, του Ιησού Χριστού, με την Εκκλησία. Όμως οι επίσημοι καλεσμένοι ζουν στον κόσμο τους’ δεμένοι με την ύλη, με τα αγαθά τους, με τους αγρούς τους, δεν παίρνουν χαμπάρι το κάλεσμα του μεγάλου Βασιλέως. Να, λοιπόν γιατί πολλές φορές ο ουράνιος Πατέρας μας, παραχωρεί να χάνουμε η να πληγωνόμαστε από αυτά που φτιάχνουμε από τα άψυχα δημιουργήματα, ακόμη και από τους ανθρώπους. Θέλει να μας ξεκολλήσει από τις εμπαθείς προσκολλήσεις, από το δέσιμό μας με τα φθαρτά, και μεταβλητά και ρέοντα αυτού κόσμου. Η προσδοκία της θείας Βασίλειας, η λαχτάρα μας για τη μετοχή μας στο μεγάλο δείπνο του Παραδείσου, αποκαθιστά αρμονικές σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, την κτίση, και τον Θεό.
Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται κάτω από την προστατευτική χάρη του Θεού και γλυτώνει από τον όλεθρο των φοβερών συμφορών που χτυπούν απρόσμενα τον πλανήτη μας. Μεγάλο πράγμα να ζεις κάτω από την προστατευτική χάρη του Θεού. Τότε μπορείς να δοξάζεις τα μεγαλεία Του, όπως οι «τρεις παίδες» που ενώ ευρίσκοντο μέσα στην κάμινο, εδροσίζοντο και ταπεινά προσηύχοντο.
Ο Δαβίδ ο μεγάλος βασιλιάς και προφήτης του Ισραήλ οχτώ χρόνια γλύτωνε από τις ενέδρες τις θανατηφόρες του Σαούλ που τον φθονούσε, κυριολεκτικά απ’ του χάρου τα δόντια. Ζούσε μες στην προστατευτική χάρη του Θεού. Όταν όμως έπεσε σε φόνο και μοιχεία έχασε αυτή τη χάρη και από τότε όλα του πήγαιναν στραβά. Στασίασε όλη η κτίση εναντίον του, και το παιδί του ακόμη, ο Αβεσσαλών, το οποίο είχε οικτρό θάνατο. Βέβαια, ο Δαβίδ, μετά από όλα αυτά μετάνιωσε και έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής και αγιότητος. Έγινε ένθεος.
Στο βιβλίο των Μακκαβαίων στην Π.Δ. γίνεται λόγος για μία μεγάλη μάχη που έδωσαν οι Ιουδαίοι με αλλοφύλους. Ο αρχηγός των Μακκαβαίων είχε δώσει εντολή να μην πειράξουν τα ειδωλικά αναθήματα οι στρατιώτες του. Σαράντα όμως απ’ αυτούς πήραν τα είδωλα μαζί τους. Ε!! αυτοί μόνο σκοτώθηκαν στη μάχη. Έχασαν την προστατευτική χάρη του Θεού.
Τώρα με τις μεγάλες φωτιές του Αυγούστου σε ένα μοναστήρι της Εύβοιας συνέβη κάτι άλλο θαυμαστό. Οι φλόγες είχαν κυκλώσει το ιερό καθίδρυμα, τον αγιασμένο τόπο του Αγ. Νικολάου Άνω Βάθειας. Η ηγουμένη με τον ιερέα της Μονής έβγαλαν τα άγια λείψανα έξω σε λιτανεία. Οι μοναχές παρατεταγμένες σε ιερά πομπή προσηύχοντο εκτενώς. Και οι φλόγες ενώ ήσαν έτοιμες να πνίξουν το μοναστήρι γύρισαν, άλλαξαν κατεύθυνση και η απειλή πέρασε.
Οι φωτιές ξέσπασαν στην εορτή του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού. Του ανθρώπου που άναψε φλόγες πίστεως μέσα σε όλο το υπόδουλο γένος επί Τουρκοκρατίας. Όμως αυτές σήμερα τείνουν να σβήσουν, οι καρδιές μας καρβούνιασαν. Η σπίθα της αγάπης έσβησε. Και έρχεται μία άλλη φωτιά, εξωτερική, στα δάση μας, για να συβμάλει στο άναμμα της αγαπητικής φωτιάς. Προσπαθεί ο Θεός και οι άγιοί Του, ο μεγάλος ισαπόστολος και εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός που αγαπούσε πολύ τα δέντρα, να μας κάνουν να συγκινηθούμε. Να βγούμε από τον εγωιστικό ναρκισσιστικό λήθαργο του ατομισμού και βολέματος. Να πονέσουμε, να ενδιαφερθούμε για τους καμένους τόπους, τα καμένα χωριά και τους πυρόπληκτους νεκρούς μας. Να πονέσουμε όμως, και για τα 1000 περίπου παιδιά που σκοτώνονται κάθε μέρα στην Ελλάδα από τις εκτρώσεις. Κάναμε τριήμερο πένθος για τους 65 νεκρούς.
Πόσο όμως, θα πρέπει να πενθήσουμε για τα χιλιάδες παιδιά που σκοτώνονται κάθε χρόνο, πριν ακόμη γεννηθούν; Έτσι δεν προκαλούμε τον Θεό να άρει την προστατευτική χάρη από τόν τόπο μας; Κάποτε σε ένα νησί των Κυκλάδων μία ευλογημένη οικογένεια ανέβαινε με μουλάρια ένα μονοπάτι. Ήταν βαθιά νύχτα, ασέληνη. Ξαφνικά τα ζωντανά έχασαν το μονοπάτι πήγαιναν για τον γκρεμό. Τότε έγινε κάτι θαυμαστό. Μία αστραπή φώτισε την περιοχή την ώρα του κινδύνου, και έτσι γλύτωσαν από βέβαιο θάνατο. Να η δύναμη της χάριτος!
Αδελφοί μου, ο διάβολος πάντοτε κάνει την δουλειά του, είναι ανθρωποκτόνος, μισεί ο,τι ωραίο και άγιο. Εμείς όμως, πως προστατευόμαστε από τις παγίδες του;
Ο βασιλιάς Δαβίδ μετάνιωσε, πένθησε, έκλαψε για τα λάθη του και ξαναέλαβε τη θεία χάρη. Εμείς μετανιώνουμε; Αλλάζουμε πορεία; Είμαστε άξιοι της προστατευτικής χάριτος του Θεού, έτοιμοι να εισέλθουμε στους μυστικούς γάμους της θείας βασιλείας;
Υποσ. Ευχαριστώ εκ καρδίας τον πνευματικό πατέρα π. Δανιήλ Γούβαλη ο οποίος μου έδωσε ερεθίσματα για τη συγγραφή αυτού του κειμένου, κυρίως για τις βιβλικές ιστορίες του.