Εκκοσμίκευση στην Εκκλησία: Η σύγχρονη εικονομαχίαΠανοσιολ. Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης
Ηγούμενος Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους
Εφημερίδα "Χριστιανική", 27 Μαρτίου 2003. Πηγή ηλ. κειμένου: Ιστολόγιο "ΗΜΑΡΤΟΝ"
Αναδημοσίευση από: alopsis http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1123Ημέρα χαράς και δοξολογίας του Τριαδικού Θεού για τη νίκη της ορθής πίστεως κατά των «χριστιανοκατηγόρων» Εικονομάχων και όλων των αιρετικών. Μεγάλος ήταν ο πόνος της Εκκλησίας για την επικράτηση της εικονομαχικής αιρέσεως επί εκατόν περίπου χρόνια. Και γι’ αυτό μεγάλη σήμερα η χαρά της:
«Ημέρα χαρμόσυνος, και ευφροσύνης ανάπλεως, πεφανέρωται σήμερον· φαιδρότης δογμάτων γαρ, των αληθεστάτων, αστράπτει και λάμπει, η Εκκλησία του Χριστού, κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν, Εικόνων των αγίων νυν, εκτυπωμάτων και λάμψεσι· και ομόνοια γίνεται, των πιστών θεοβράβευτος» (Προσόμοιον αίνων Κυριακής της Ορθοδοξίας).
Αλλά και ημέρα μνήμης των Αγίων Πατέρων και Ομολογητών, οι οποίοι δε συνεβιβάσθησαν με την αίρεση και την πολιτική εξουσία και τη διορισμένη απ’ αυτήν εκκλησιαστική εξουσία, αλλά εκράτησαν, ομολόγησαν και παρέδωσαν την Ορθόδοξο πίστην υποστάντες διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες, δημόσιες διαπομπεύσεις και εξευτελισμούς και τελικά πολλοί απ’ αυτούς και μαρτυρικούς θανάτους.
«Επί τούτοις τους της ευσεβείας Κήρυκας αδελφικώς τε και πατροποθήτως, εις δόξαν και τιμήν της ευσεβείας, υπέρ ης ηγωνίσαντο, ανευφημούμεν και λέγομεν:
Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου (Πατριαρχών) των ως αληθώς αρχιερέων Θεού, και της Ορθοδοξίας προμάχων και Δδασκάλων αιωνία η μνήμη» (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Εν συνεχεία μακαρίζονται οι εκ των Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπων, Ηγουμένων και Μοναχών Ομολογηταί. Ευφημούνται επίσης οι ορθόδοξοι βασιλείς, και μάλιστα όσοι γενόμενοι μοναχοί αντίλαξαν την επίγεια Βασιλεία με την Ουράνια. Όμως η Εκκλησία θέλει να μη λησμονήσουμε και όσους αιρετικούς πολέμησαν την Αλήθεια της. Αυτούς τους υποβάλλει σε αναθέματα, ακολουθώντας τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α΄9).
Είναι πολύ λυπηρό, ότι μέλη της Εκκλησίας (Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Ιερείς, Ηγούμενοι, Μοναχοί και λαϊκοί) εκήρυξαν αιρετικές διδασκαλίες, προσπάθησαν να τις επιβάλλουν στην Εκκλησία και παρέσυραν πλήθος ψυχών στην απώλεια. Προέταξαν τον ανθρώπινο λόγο του θείου λόγου. Έκριναν την Αποκάλυψη και τη Θεολογία της Εκκλησίας βάσει της κοσμικής σοφίας, ενώ έπρεπε να κρίνουν τη φιλοσοφία με τα κριτήρια της αποκαλυφθείσης Αληθείας και Θεολογίας. Έτσι, έβγαλαν τον εαυτό τους από την Ορθόδοξο Πίστη και ως εκ τούτου και από την ίδια την Εκκλησία. Το «ανάθεμα» ήταν δική τους επιλογή.
Η Εκκλησία εκφωνεί δημόσια τα αναθέματα, για να προφυλάξει το Ορθόδοξο ποίμνιο από τη λύμη και τις παγίδες των αιρετικών. Η εκφώνησις άρα των αναθεμάτων έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και δε πρέπει να παραλείπεται κατά την ανάγνωση του Συνοδικού της Κυριακής της Ορθοδοξίας χάριν δήθεν φιλανθρωπίας.
Οι μακαρισμοί των Ορθοδόξων Ομολογητών και τα αναθέματα των αιρετικών μας καθιστούν όλους προσεκτικούς, ώστε να μην εκπέσουμε σε κάποια αίρεση, παλαιά ή νέα, και χάσουμε τη σωτηρία μας. Βοηθούν ακόμη το ποίμνιο να διατηρεί τη δογματική του ευαισθησία. Είναι γνωστό ότι η Ποιμαντική της Εκκλησίας είχε πάντοτε δογματικές και θεολογικές βάσεις, όπως φαίνεται και στη Λατρεία. Η αδογμάτιστος, αθεολόγητος, ηθικιστική Ποιμαντική είναι υπεύθυνη για την αδιαφορία και άγνοια της πίστεως μας από μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας. Είναι παρήγορο ότι στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος περιλαμβάνονται για πρώτη φορά και αναθέματα κατά των αιρετικών. Πρόκειται για μια πολύ σωστή ενέργεια, που επαναφέρει την Εκκλησία σε μια πιστότερη βίωση της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Παρόμοια σωστή ενέργεια είναι και η έκδοση εμπεριστατωμένης Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου περί μη μεταδόσεως των θείων Μυστηρίων σε ετεροδόξους.
Σήμερα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μία άλλη Εικονομαχία, την πίεση που ασκεί η εκκοσμικευμένη κοινωνία στην Εκκλησία να προσαρμοστεί στα ιδικά της μέτρα και ιδεώδη, ώστε και η Εκκλησία να εκκοσμικευθεί. Ο κίνδυνος για την Εκκλησία από την εκκοσμίκευση είναι μεγάλος. Αντί η Εκκλησία να βοηθεί τον κόσμο να εκκλησιοποιηθεί, ο κόσμος προσπαθεί να επηρεάσει την Εκκλησία και να τη μεταβάλλει σε κόσμο. Έτσι, η Εκκλησία θα κρατεί τα τυπικά της, αλλά θα χάσει την πίστη της. Θα πάθει ό,τι έπαθε ο Παπισμός, για τον οποίο ο Άγιος Νεκτάριος έγραφε:
«Διά του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, απώλεσε τον στολισμόν αυτής, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· από πνεύματος δε και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα».
Η ουσία της εκκοσμικεύσεως είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Αντιθέτως, η ουσία της Εκκλησίας είναι ο Θεανθρωποκεντρισμός. Εάν η Εκκλησία χάσει ή ελαττώσει το θεανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, εκπίπτει σε ένα θρησκευτικό ίδρυμα ή σε μία από τις θρησκείες του κόσμου.
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος δέχεται την Εκκλησία ως μία από τις θρησκείες του κόσμου, αλλά όχι ως τη μόνη Αλήθεια που σώζει τον άνθρωπο εν Χριστώ. Προς το σκοπό αυτό προσπαθεί να εξισώσει και την Ορθόδοξο Εκκλησία μας με τις άλλες θρησκείες. Οδηγεί προς μία πανθρησκεία διά της συνεργασίας όλων των θρησκειών. Σκοπός δεν είναι η Αλήθεια που σώζει, αλλά η ενδοκόσμια ειρήνη. Φυσικά, αυτή η επιδίωξης συμφέρει τους κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου, που θέλουν τους λαούς υποταγμένους στην κυριαρχία τους και διά της συνεργασίας των θρησκειών ειρηνικούς (κατεσταλμένους).
Χάριν της ειρηνικής συνυπάρξεως, οι Ορθόδοξοι στις διαθρησκευτικές συναντήσεις δεν ομολογούν το Χριστό. Ανέχονται, έτσι, να κατατάσσεται η Εκκλησία στις μονοθεϊστικές θρησκείες μαζί με τον Ιουδαϊσμό και το Μωαμεθανισμό. Αλλά είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων ότι είναι άθεος ο μη πιστεύων εις Θεόν Τρισυπόστατον και εις τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού. «Ο μη τομών του υιόν ου τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν» (Ιω. ε΄, 23). «Ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλά η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιω. γ΄, 36). Κατά δε το Μέγα Βασίλειο: «ου πιστεύει δε εις Πατέρα ο μη πιστεύσας τω Υιώ» (Περί Αγ. Πνεύματος, P.G. 32, 116 AB).